κοντογούνι

κοντογούνι
το шубейка, род кацавейки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κοντογούνι" в других словарях:

  • κοντογούνι — το κοντό γούνινο ή από μηλωτή παλτό που φτάνει ώς τη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + γούν α + κατάλ. ι] …   Dictionary of Greek

  • κοντογούνι — το κοντός επενδύτης των γυναικών σε παλιότερα χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… …   Dictionary of Greek

  • γουνέλα — η 1. κοντό γυναικείο πανωφόρι με γούνινη φόδρα, κοντογούνι 2. γυναικείο πανωφόρι, μεταξωτό, μέχρι τους μηρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gonella] …   Dictionary of Greek

  • κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδιος, Δημήτριος — (1862 – 1957). Μουσικοσυνθέτης. Θεωρείται ένας από τους δημιουργούς του έντεχνου ελληνικού λαϊκού τραγουδιού και αναβιωτής της αθηναϊκής καντάδας. Στις συνθέσεις του περιλαμβάνονται διάφορες αξιόλογες συλλογές τραγουδιών για χορωδία και πολλά… …   Dictionary of Greek

  • επενδύτης — ο πανωφόρι, κοντογούνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»